- περισπειρώ
- -άω, Α1. περιτυλίγω κάτι γύρω από κάτι («τὴν ἐσθῆτα τῇ κεφαλῇ περισπειράσας», Πλούτ.)παθ. περισπειρῶμαι, -άομαια) (για φίδια) περιελίσσομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάποιον («δράκοντα περιεσπειραμένον τὸ δέρμα», Διόδ. Σικ.)β) περικυκλώνω, καταλαμβάνω κυκλικά με στρατό («τῆς πόλεως τὰ μέσα περισπειράμενος», Πλούτ.)γ) εισάγω με τρόπο τον εαυτό μου μέσα σε κάτι, παρεισέρχομαι, χώνομαι κάπου («ὁ εὐνοῡχος περισπειρασάμενος τὰς αὐλὰς συνέσφιγγεν ἅπαντα», Ευνάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + σπειρῶμαι / -άομαι «συστρέφομαι, τυλίγομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.